- πλάστα
- πλάστᾱ , πλάστηςmouldermasc nom/voc/acc dualπλάστηςmouldermasc voc sgπλάστᾱ , πλάστηςmouldermasc gen sg (doric aeolic)πλάστηςmouldermasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαστά — πλαστά̱ , πλαστή mud wall fem nom/voc/acc dual πλαστά̱ , πλαστή mud wall fem nom/voc sg (doric aeolic) πλαστός formed neut nom/voc/acc pl πλαστά̱ , πλαστός formed fem nom/voc/acc dual πλαστά̱ , πλαστός formed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστάν — πλαστά̱ν , πλαστή mud wall fem acc sg (doric aeolic) πλαστά̱ν , πλαστός formed fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστάς — πλαστά̱ς , πλαστή mud wall fem acc pl πλαστά̱ς , πλαστός formed fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστας — πλάστᾱς , πλάστης moulder masc acc pl πλάστᾱς , πλάστης moulder masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… … Dictionary of Greek
Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… … Dictionary of Greek
ανάπλασμα — το (Α ἀνάπλασμα) πλάσμα, γέννημα τής φαντασίας αρχ. 1. αυτό που προήλθε από ανάπλαση, από ανασχηματισμό 2. αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση 3. αυτό που χρησιμεύει ως πρότυπο για ανάπλαση … Dictionary of Greek
αναπλασμός — ἀναπλασμός, ο (AM αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση αρχ. πλάσμα, γέννημα τής φαντασίας, παραίσθηση … Dictionary of Greek
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
δήμευση — Μέτρο ασφαλείας, που άλλοτε χρησίμευε και ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με τη μορφή γενικής δ. όλων των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που συνεπαγόταν άμεση επέκταση του ποινικού κολασμού και στους κληρονόμους του καταδίκου. Οι δ.,… … Dictionary of Greek